Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012

Μια άποψη για τον Ντε Σαντ

Δεν πρέπει να υπήρξε ποτέ συγγραφέας που να εξόργισε, να προκάλεσε, να λογοκρίθηκε τόσο πολύ όσο ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ.Γνωστός κυρίως από το έργο του "120 μέρες στα Σόδομα" και το κόκκινο πανί για την Εκκλησιά "Ζυστίν", ο Ντε Σαντ έδωσε σελίδες γεμάτες πάθος,ακολασία, ηδονή και πόνο  με τα μεταξύ τους σύνορα να είναι συνήθως δυσδιάκριτα.Καρπός ενός αντιφατικού χαρακτήρα, ενός ανθρώπου που που πέρασε τη μισή του ζωή στη φυλακή και βρέθηκε δύο φορές μπροστά στη γκιλοτίνα, το έργο του εξακολουθεί να διχάζει και να δοκιμάζει τις αντοχές ακόμα κι ενός ανοιχτόμυαλου, σύγχρονου αναγνώστη.
  
 "Η φιλοσοφία στο μπουντουάρ"(εκδ. Εξάντας, μετάφραση Βασίλης Καλλιπολίτης) αποτελεί μια συνοπτική έκθεση πολλών απόψεων του Γάλλου συγγραφέα που φυσικά  συνοδεύεται από το σήμα κατατεθέν του, τις σεξουαλικές σκηνές.Η νεαρή Ευγενία στέλνεται μυστικά από τον πατέρα της στο σπίτι της Κυρίας Ντε Σαιντ-Ανζ,πρώην πόρνης, για να μυηθεί στις σαρκικές ηδονές.Τα ονόματα αυτά ασφαλώς δεν είναι τυχαία.Το όνομα "Ευγενία" ταιριάζει απόλυτα με την καλή ανατροφή,τις προκαταλήψεις, τους φόβους που επιβάλλει η κοινωνία στην δεκαπεντάχρονη παρθένα, καθώς και στην προσπάθεια να να διατηρήσει την εικόνα της "καλής κορασίδος".Ο Ντε Σαντ παίζει με τις λέξεις και στην περίπτωση της Ντε Σαιντ-Ανζ, καθώς τα δύο συνθετικά του ονόματος της (Σαιντ= Άγιος,Ange=άγγελος) ελάχιστα αντιπροσωπεύουν τη γυναίκα με την ακόρεστη λαγνεία, που έχει ως αποστολή να διαφθείρει  το κορίτσι.
  
Η Σαιντ-Ανζ δεν είναι μόνη στη διαδικασία αυτή.Επιστρατεύει τον Ντολμανσέ, έναν λιμπερτίνο "σοδομίτη",όπως ο ίδιος αυτοχαρακτηρίζεται, και αργότερα τον αδερφό της, τον ανώνυμο Ιππότη.Στόχος της ιδιόμορφης μαθητείας (όλο το βιβλίο μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια μορφή Bildungsroman) δεν είναι μόνο η λόγω και έργω μύηση στο σεξ,αλλά και μια ολοκληρωτική διαφθορά της Ευγενίας.Διαδοχικά το αρχικά αθώο κορίτσι θα εμπλακεί σε κάθε είδους σεξουαλική πράξη, θα αποκηρύξει το θεό("Ο θεός στον οποίο ήμουνα ως τώρα προσκολλημένη από αδυναμία και άγνοια, δε θα μου προκαλεί πια παρά τρόμο"), θα απαρνηθεί την αγωγή που έλαβε από τους γονείς της( "θα προτιμούσα να με σκοτώσουν, παρά να με υποχρεώσουν σε οποιαδήποτε καλή πράξη" ) , θα ενστερνιστεί άκριτα και με παιδική αθωότητα κάθε ιδέα των δασκάλων της.Στο τέλος και η ίδια θα παραδεχθεί: "Το έργο σας τελείωσε· αυτό που οι ανόητοι ονομάζουν διαφθορά έχει ριζώσει τόσο γερά μέσα μου, που δεν επιτρέπει ελπίδες μεταστροφής, οι αρχές σας καρφώθηκαν τόσο βαθιά μέσα μου που δεν μπορεί να τις καταστρέψει η καζουιστική του Ιππότη" 
  
Το βιβλίο κλείνει με την έμπρακτη απόδειξη της διαφθοράς του κοριτσιού.Παρασυρμένη από σύνδρομο της Ηλέκτρας και απαλλαγμένη από ηθικές αναστολές, η Ευγενία καθοδηγεί την ομήγυρή της κατά τον βιασμό και την απερίγραπτη κακοποίηση της ίδιας της της μητέρας.Η μύηση έχει ολοκληρωθεί και καμία από τις αρχικές ιδέες της κοπέλας δεν έχει παραμείνει ακλόνητη.
  Γιατί όμως έγραψε ο Ντε Σαντ αυτό το βιβλίο;Ο πρόλογος του έργου είναι αποκαλυπτικός: "Εσείς νεαρές παρθένες,που τόσο καιρό σας χαλιναγώγησαν  τα παράλογα και επικίνδυνα δεσμά μιας φανταστικής Αρετής και μιας αηδιαστικής θρησκείας, μιμηθείτε τη φλογερή Ευγενία.Βιαστείτε να καταστρέψετε τις γελοίες συνταγές με τις οποίες σας εμπλούτισαν οι ηλίθιοι γονείς σας".Όλα αυτά λοιπόν, ηθική, θρησκεία, κοινωνική καταπίεση με κύριο φορέα την οικογένεια, μπαίνουν στο στόχαστρο του Γάλλου φιλοσόφου.
   
Η ηθική δεν έχει καμία σημασία και εύκολα διακρίνεται ο σχετικισμός με τον οποίο την εξετάζει ο Ντε Σαντ: "Καμία πράξη , οσοδήποτε μοναδική κι αν τη φαντάζεσαι, δεν είναι πραγματικά εγκληματική, καμία δεν μπορεί να ονομαστεί πραγματικά ενάρετη", αποφαίνεται ο Ντολμανσέ. Κάθε επιθυμία προέρχεται από τη φύση και πρέπει να ικανοποιείται όσο πιο συχνά και αποτελεσματικά γίνεται.Η άνευ ορίων και κανόνων επιδίωξη της ηδονής συναντάται σε όλα τα έργα του Ντε Σαντ, που αναγνωρίζει στον άνθρωπο το δικαίωμα να παρακάμπτει τις απαρχαιωμένες κοινωνικές συμβάσεις, να ενδίδει στα ζωώδη ένστικτά του και να μη θεωρεί εμπόδιο ακόμα και την αντίσταση ή τον πόνο του αντικειμένου του πόθου του: "Θα πρέπει λοιπόν , και με οποιοδήποτε αντίτιμο, να προτιμούμε αυτόν τον ελάχιστο ερεθισμό που μας γοητεύει από την τεράστια ποσότητα δυστυχίας των άλλων που δεν μας συγκινεί" 
   
Η θρησκεία, αυτό το "λίκνο του δεσποτισμού",αποτελεί μορφή καταπίεσης των ορμών και εμπόδιο για την κατάκτηση της ηδονής με πρόσχημα ένα υποκριτικό σύστημα ηθικής.Στον τρίτο διάλογο ο Ντολμανσε χλευάζει με οξύτατη ειρωνεία τη χριστιανική θρησκεία.Για τον Ντε Σαντ η οριστική αποτίναξη ,έστω και με τη βία, του ζυγού της θρησκείας είναι αναγκαίο βήμα για την κατάκτηση ουσιαστικής ελευθερίας.
   
 Η κοινωνία ως φορέας καταναγκασμού και υποδούλωσης δεν μένει στο απυρόβλητο.Η προσπάθειά της να επιβάλλει τη διαδεδομένη ηθική σε κάθε μεμονωμένο άτομο, να διατηρήσει ανέγγιχτους θεσμούς καταπίεσης, όπως αυτόν του γάμου, να περιορίσει την σεξουαλική ελευθερία του καθενός, καυτηριάζονται επανειλημμένα.Η μητέρα της Ευγενίας ενσαρκώνει τους παραπάνω μηχανισμούς της κοινωνίας και είναι αυτή που με την αγωγή που επέβαλε στην κόρη της συμβάλει στον περιορισμό της απόλυτης ελευθερίας που κανονικά δικαιούται. Χαρακτηριστικό είναι το κατηγορητήριο που της απαγγείλει ο Ντολμανσέ: "Της μιλήσατε για το Θεό σαν να υπήρχε τέτοιο πράγμα, για την αρετή σαν να ήταν αναγκαία[...]θελήσατε να της δώσετε καλούς τρόπους, σαν να μην ήταν η ευτυχία ενός κοριτσιού αδιαχώριστη από την ακολασία και την ανηθικότητα."Στην τελευταία σκηνή, το μίσος και η βία προς την μητέρα του κοριτσιού, κατευθύνονται και προς την κοινωνία που μόνο φραγμούς στην απόλαυση και την ελευθερία των μελών της θέτει.
   

Théodore Géricault',three lovers
     


"Η φιλοσοφία στο Μπουντουάρ" είναι επομένως ένα κάλεσμα του Ντε Σαντ προς όλους τους ανθρώπους να δώσουν τέλος στην ηθική και σεξουαλική καταπίεση, μέσα στην οποία γεννιούνται και πεθαίνουν. Όπως η Ευγενία εκδικείται την μητέρα της ,όταν αυτή φτάνει στο σπίτι της Σαιντ-Ανζ για να βάλει τέλος στο κυνήγι της ηδονής, έτσι και ο κάθε αληθινά ελευθερόφρονας  πρέπει να συγκρουστεί και να τιμωρήσει  τους θεσμούς και τα πρόσωπα που ευθύνονται για την δυστυχία και την καταπίεσή του.Η τελική τιμωρία της μητέρας είναι σκληρή, ακριβώς διότι και ο δεσποτισμός της είναι υπέρμετρος.

  Ανάμεσα στην κριτική ηθικής,κοινωνίας και θρησκείας, παρεμβάλλονται εκτεταμένες περιγραφές οργίων.Η λογοτεχνική τους αξία είναι δεδομένη και το γεγονός πως το έργο δίνεται σε μορφή διαλόγου κάνει το κείμενο ιδιαίτερα ζωντανό.Το σεξ αποτελεί το μεγαλύτερο ταμπού και ίσως για αυτόν το λόγο κυριαρχεί στη θεματική του ντε Σαντ.Στο σεξ εντοπίζεται τόσο κατεξοχήν προσπάθεια ικανοποίησης των αισθήσεων όσο και η παραδοσιακή προσπάθεια από μεριάς της κοινωνίας να επιβληθεί στο άτομο και να εξαλείψει ή τουλάχιστον να ελέγξει τα ορμέμφυτά του, η πιο εύγλωττη  λοιπόν μορφή ηδονής και κοινωνικής καταπίεσης ταυτόχρονα.
     
    Το συγκεκριμένο έργο αξίζει να διαβαστεί και είναι μάλλον η πιο ήπια είσοδος στον κόσμο του Ντε Σαντ.Θα τολμούσα μάλιστα να πω ότι η διδασκαλία του σε κάποια βαθμίδα της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, πιθανότατα στο Λύκειο, θα είχε θετικά αποτελέσματα και θα συνέβαλε στην καλλιέργεια ανεκτικότητας και κυρίως στην πιο "ακομπλεξάριστη" προσέγγιση κάθε μορφής καλλιτεχνικής δημιουργίας.
        











L'Origine du monde,Gustave Courbet 
  Σημείωση: Ο πίνακας δεξιά είναι ίσως η καλύτερη επιλογή για να κλείσει αυτή η ανάρτηση.Η θέασή του, αυτή η απροκάλυπτη νατουραλιστική γύμνια, με σόκαρε και μου γέννησε συναισθήματα ανάλογα με αυτά της ανάγνωσης των έργων του Ντε Σαντ.

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2012

Η διάψευση του Ουάιλντ

  Στο "Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι" ο Όσκαρ Ουάιλντ διατυπώνει μέσω ενός ήρωά του μια αρκετά ενδιαφέρουσα άποψη: οι σπουδαίοι συγγραφείς είναι στην προσωπική τους ζωή άνθρωποι δίχως ενδιαφέρον ακριβώς διότι διοχετεύουν όλη τους την ενεργητικότητα και όλες τους τις ιδέες στο λογοτεχνικό τους έργο.Οι μόνοι συγγραφείς που κατά τον Ουάιλντ δεν είναι βαρετοί, είναι οι μέτριοι αυτοί που διατηρούν ψυχικά και πνευματικά αποθέματα για τον εαυτό τους. Σε γενικές γραμμές θεωρούσα μέχρι πρόσφατα μάλλον ορθή και λογική αυτήν την διαπίστωση, όμως η ανάγνωση του τελευταίου πονήματος του Ανταίου Χρυσοστομίδη "Οι κεραίες της εποχής μου"(εκδ.Καστανιώτης) με ανάγκασε να αλλάξω στάση ως προς αυτό το ζήτημα.
   Ο Ανταίος Χρυσοστομίδης έχει πολυετή παρουσία στα λογοτεχνικά δρώμενα της    χώρας.Κοσμοπολίτης, γεννημένος στο Κάιρο, ο Χρυσοστομίδης έχει υπογράψει περίπου πενήντα λογοτεχνικές μεταφράσεις, έργα του Αμανίτι,του Ντάριο Φο και του καλού του φίλου Αντόνιο Ταμπούκι.Εδώ και δεκαπέντε χρόνια είναι υπεύθυνος για το τμήμα της ξενόγλωσσης πεζογραφίας των εκδόσεων Καστανιώτη, την πληρέστερη και πλουσιότερη μάλλον σειρά στην κατηγορία της.Είναι ευνόητο πως οι επαγγελματικές του ασχολίες έδωσαν στον Ανταίο Χρυσοστομίδη την ευκαιρία να γνωρίσει δεκάδες συγγραφείς.Τις γνωριμίες αυτές αποφάσισε να αξιοποιήσει πριν λίγα χρόνια, ξεκινώντας μια σειρά συνεντεύξεων στην κρατική τηλεόραση με τους μεγάλους λογοτέχνες της εποχής μας, της κεραίες της εποχής μας.

 Τα ονόματα που παρελαύνουν στο βιβλίο είναι πραγματικά πολύ βαριά: 5 συγγραφείς βραβευμένοι με Νόμπελ, μερικοί από τους πιο ελπιδοφόρους νέους δημιουργούς και σημαντικοί λογοτέχνες όπως ο Φουέντες, ο Άμος Οζ και ο Μάρτιν Βάλζερ.Είναι χαρακτηριστικό πως ο Λε Καρέ δέχθηκε να δώσει συνέντευξη επειδή εντυπωσιάστηκε από τη λίστα των συγγραφέων που του έστειλαν οι συντελεστές της εκπομπής.

"Ίσως, περισσότερο και από τη διάθεση να διηγηθείς τον εαυτό σου, είναι εκείνη η αίσθηση ότι η πραγματικότητα που σε κάνει να γράφεις δεν είναι ποτέ αρκετή.Είναι η διάθεση να πλάσεις μια άλλη πραγματικότητα.Είναι ότι η ίδια η ζωή δεν είναι αρκετή για τους συγγραφείς"(Αντόνιο Ταμπούκι)

Οι συνεντεύξεις κατά κανόνα δεν παρουσιάζονται ξερά με τη μορφή ερωταπαντήσεων, αντίθετα το υλικό αναδιοργανώνεται και παρουσιάζεται με τρόπο εύληπτο και ευχάριστο.Σε όλες τις συζητήσεις υπάρχουν κάποια κοινά θέματα , ένας άξονας ερωτήσεων που τίθενται σε όλους τους συγγραφείς.Με τη σειρά τους σχολιάζουν το τι τους οδήγησε στην απόφαση να γίνουν συγγραφείς, ποιες είναι οι επιρροές τους, πώς επιλέγουν τα θέματά τους, διερευνούν τη σχέση τους με τον αναγνώστη, τη σχέση λογοτεχνίας και κοινωνίας-πολιτικής, ενώ αποκαλύπτουν και το πώς αντιλαμβάνονται οι ίδιοι την ιδιότητα του συγγραφέα.Εξάλλου, ο Χρυσοστομίδης ζητάει να τον οδηγήσουν στο χώρο της δημιουργίας, στο γραφείο και τη βιβλιοθήκη τους για να συλλάβει το τι εμπνέει τον καθένα.

"Αυτό κάνει ο καλλιτέχνης με τον κόσμο.Παίρνει κάτι το συνηθισμένο και, μολονότι δεν το μετατρέπει σε κάτι ασυνήθιστο, δείχνει καθαρά πόσο ασυνήθιστο είναι το κάθε αντικείμενο στην κοινοτοπία του. Αυτή είναι τελικά η δουλειά της τέχνης :να δείχνει πόσο εκπληκτική είναι η κοινή εμπειρία" (Τζον Μπάνβιλ)

 Όταν ολοκληρωθούν οι τυπικές ερωτήσεις πολλοί συγγραφείς αισθανόμενοι πλέον πιο άνετα, αποκαλύπτουν και κάποιες πιο προσωπικές λεπτομέρειες.Έτσι μαθαίνουμε πως ο Άμος Οζ έχει υποχρεώσει τον εαυτό του να χρησιμοποιεί άλλο χρώμα στιλό για τα λογοτεχνικά του κείμενα και άλλο για τις πολιτικές του παρεμβάσεις, ώστε να διαχωρίσει εντελώς τις δύο ιδιότητες.Ο Λε Καρέ ξεναγεί τους συντελεστές στη μικρή συλλογή γλυπτών που διατηρεί και την οποία εμπλουτίζει μετά την έκδοση ενός βιβλίου του.Ο Βάλζερ τους δείχνει με τρεμάμενα χέρια το ημερολόγιό του , στο οποίο φυλάει ευλαβικά ένα φτερό κότσυφα που έπεσε μια μέρα το γραφείο του.

  Ιδιαίτερα σημαντική είναι και μια άλλη διάσταση των συνεντεύξεων. Ο Χρυσοστομίδης θέλει να αποδείξει πως οι συγγραφείς είναι όντως οι κεραίες της εποχής μας και το καταφέρνει.Ο Άμος Οζ σχολιάζει τη διαρκή σύγκρουση Ισραήλ-Παλαιστίνης, ο Μπάνβιλ τη σκληρή καθολική παράδοση της Ιρλανδίας, η "Γιασμίνα Χάντρα" τη φρίκη του αλγερινού εμφυλίου, η Γκόρντιμερ τους αγώνες κατά του απαρτχάιντ, ο Χάρι Μούλις το ολοκαύτωμα των Εβραίων,  ο Λιόσα τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα το λατινοαμερικάνικο λογοτεχνικό boom, ο Φουέντες την πορεία της Αριστεράς, ο Ντάριο Φο τη σύγχρονη ιταλική κοινωνία και τη φύση του θεάτρου, ο Μάρτιν Βάλζερ προσπαθεί να εξηγήσει την άνοδο των εθνικοσοσιαλιστών στη Γερμανία και ο Ίνγκο Σούλτσε προχωρά σε μία ενδιαφέρουσα σύγκριση Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας.

  Μέσα από τις συνεντεύξεις αναδεικνύεται το πιο καθημερινό και προσιτό πρόσωπο των μεγάλων συγγραφέων που για εμάς μοιάζουν απόμακροι στον Όλυμπό τους. Να προειδοποιήσω πως το βιβλίο ανοίγει ακόμα περισσότερο την όρεξη για ανάγνωση, οπότε προσοχή για τυχόν παρενέργειες.


"Στη λέξη συγγραφέας το πρώτο που μου έρχεται στο νου δεν είναι η δόξα ή η ιστορία της λογοτεχνίας αλλά ένα άτομο ολομόναχο σε ένα δωμάτιο,που είναι εντελώς στραμμένο στον εσωτερικό του κόσμο και γράφει.Είναι τυφλός και ψάχνει να βρει το δρόμο του δια της αφής.Αγγίζει και προσπαθεί να ερμηνεύσει όσα αντιλαμβάνεται από το άγγιγμά του αυτό.Κι όσο πιο βαθιά προχωρά μέσα του, τόσο καλύτερα εκπροσωπεί την ανθρωπότητα." (Ορχάν Παμούκ) 






Dicken dream,Robert William Buss

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2012

Το λυκόφως των Σαλίνα

"Αν θέλουμε να μείνουν όλα όπως είναι,τότε πρέπει όλα ν΄αλλάξουν"

Το 1958 μια βόμβα έσκασε στο λογοτεχνικό κόσμο της Ιταλίας, "Ο Γατόπαρδος"(εκδ.Bell, μετάφραση Μαρία Σπυριδοπούλου).Μόνο με έκρηξη βόμβας μπορώ να παρομοιάσω και εγώ τον ενθουσιασμό που μου προκάλεσε το συγκεκριμένο βιβλίο.Το μοναδικό έργο του Λαμπεντούζα είναι ένα πραγματικό κομψοτέχνημα, στο οποίο κάθε λέξη είναι προσεκτικά τοποθετημένη και καμία φράση δεν περιττεύει .Παρότι γράφτηκε σχετικά πρόσφατα, "Ο Γατόπαρδος" δεν έχει στοιχεία μοντερνισμού, αντίθετα μιμείται ,με απόλυτη επιτυχία, τα κλασικά μυθιστορήματα του 19ου αιώνα. Ο Λαμπεντούζα ,χρησιμοποιώντας σε μεγάλο βαθμό μνήμες και διηγήσεις από το οικογενειακό του παρελθόν, καταφέρνει να αναστήσει μια ολόκληρη εποχή, την περίοδο που έγιναν τα αποφασιστικά βήματα για την ενοποίηση των ιταλικών κρατιδίων.
 Ο ντον Φαμπρίτσιο ντι Σαλίνα είναι ένας από τους παλαιούς αριστοκράτες, τους τελευταίους φεουδάρχες της νότιας Ιταλίας. Με το επιβλητικό του παρουσιαστικό, τον πλούτο, τη μόρφωση και την αποφασιστικότητά του καταφέρνει να εντυπωσιάσει ακόμα και τους εχθρούς του. Η αρχική περιγραφή της έπαυλης του και του κύρους που περιβάλλει τον Ιταλό ευγενή δημιουργεί την εντύπωση πως τίποτα δε μπορεί να κλονίσει τον κραταιό οίκο ντι Σαλίνα.Η αλήθεια όμως είναι διαφορετική. Οι επαναστάτες του Γκαριμπάλντι σημειώνουν επιτυχίες και η πτώση της μοναρχίας των Βουρβόνων δεν είναι μακριά.Ο διορατικός ντον Φαμπρίτσιο είναι ο μόνος που διαισθάνεται τις συνταρακτικές ανακατατάξεις, την επικείμενη παρακμή την κοινωνικής του τάξης και προβαίνει σε ορισμένες διστακτικές κινήσεις για να προστατεύσει τη θέση του ενθαρρύνοντας  την πρωτοβουλία του ανιψιού του ,Τανκρέντι, να συμμετάσχει ως εθελοντής στον επαναστατικό στρατό προκειμένου να εξασφαλίσει ευνοϊκή μεταχείριση από το νέο καθεστώς.
  Λίγους μήνες αργότερα, τον Αύγουστο του 1860 ,και ενώ οι επαναστάτες έχουν σχεδόν επικρατήσει, η οικογένεια μεταβαίνει στη θερινή της κατοικία στη Ντοναφουγκάτα.Στην σικελική ύπαιθρο ο ντον Φαμπρίτσιο έρχεται σε επαφή με την ανερχόμενη τάξη, εύπορους γαιοκτήμονες που στήριξαν την επανάσταση με αποτέλεσμα να είναι σε θέση να αντικαταστήσουν την παλιά αριστοκρατία. Σε πολλά σημεία είναι έκδηλη η περιφρόνηση του πρίγκηπα ντι Σαλίνα για αυτούς τους κατά τη γνώμη του αστοιχείωτους, δίχως ευγενική καταγωγή "χωρικούς" ,οι οποίοι δε μπορούν να σταθούν αξιοπρεπώς στις κοινωνικές εκδηλώσεις, να μη γίνουν φορτικοί και μονότονοι σε μια συζήτηση.
 Τελικα όμως ο ντον Φαμπρίτσιο είναι ο ηττημένος.Ο Τανκρέντι του ανακοινώνει πως σκοπεύει να παντρευτεί την πανέμορφη Αντζέλικα, κόρη του ντον Καλότζερο Σεντάρα, δημάρχου της Ντοναφουγκάτα και τυπικού εκπροσώπου της νέας αριστοκρατίας που εδραιώνεται. O ντον Φαμπρίτσιο δε μπορεί παρά να υποχωρήσει, καθώς μόνο με τη βοήθεια της εύπορης οικογένειας Σεντάρα μπορεί ο Τανκρέντι να ικανοποιήσει τις φιλοδοξίες του.Η απόφαση αυτή  δηλώνει την παραίτηση του πρίγκηπα, ο οποίος δείχνει συμβιβασμένος με την παρακμή του οίκου του. Σε αυτό το κλίμα, ο ντον Φαμπρίτσιο πρώτα ψηφίζει υπέρ της ενοποίησης, συνυπογράφοντας έτσι την αποδυνάμωση της κοινωνικής του τάξης , κι έπειτα αρνείται να συμμετάσχει στη νεοσύστατη Γερουσία, χάνοντας την τελευταία ευκαιρία να διαδραματίσει κάποιον ουσιαστικό ρόλο στις εξελίξεις.Καταλαβαίνει πως η εποχή του έχει παρέλθει οριστικά και αποφασίζει να την ακολουθήσει.

"Eίμαι εκπρόσωπος της παλιάς τάξης κι έχω αναπόφευκτα εκτεθεί με το καθεστώς των Βουρβόνων, έχω συνδεθεί μαζί του με δεσμούς ευπρέπειας ελλείψει αυτών της συμπάθειας.Ανήκω σε μια κακότυχη γενιά, στο μεταίχμιο ανάμεσα στην παλιά και τη νέα εποχή και νιώθω άβολα και με τις δύο.Επιπλέον , σίγουρα το αντιληφθήκατε, δεν τρέφω ψευδαισθήσεις.Τι να με κάνει εμένα η Γερουσία, έναν άπειρο νομοθέτη που δεν έχει την ικανότητα να να εξαπατά τον εαυτό του, αναγκαία προϋπόθεση για όσους θέλουν να καθοδηγούν τους άλλους;Εμείς, οι άνθρωποι της δικής μου γενιάς,πρέπει να αποσυρθούμε σε μια γωνίτσα και να κάτσουμε να κοιτάμε τις κουτρουβάλες και τις τούμπες που θα κάνουν οι νέοι γύρω από αυτό το περίτεχνο κενοτάφιο"

   Επιστέγασμα της ήττας του πρίγκηπα ντι Σαλίνα αποτελεί η εμβληματική για την λογοτεχνία αλλά και τον κινηματογράφο (χάρη στον σπουδαίο Βισκόντι) σκηνή του χορού. Με πικρία ο ντον Φαμπρίτσιο βλέπει τη νέα αριστοκρατία να αλώνει τα σαλόνια των  ευγενών, συνειδητοποιεί πως και ο ίδιος έχει γεράσει και με πόνο καρδιάς βλέπει μπροστά του το αναπόδραστο , κοινό για όλους ,τέλος.Πέρα από την τοιχογραφία μιας ολόκληρης εποχής και την σκιαγράφηση της νοοτροπίας μιας κοινωνικής ομάδας, ο Λαμπεντούζα μας χάρισε με τον "Γατόπαρδο" μερικές από τις πιο ψύχραιμες και οδυνηρά αληθινές σκέψεις για το θάνατο,το θάνατο ενός μεμονωμένου προσώπου, μιας τάξης ,μιας κοσμοαντίληψης, σκέψεις που κυριολεκτικά με έκαναν να ανατριχιάσω και να νιώσω πως αντιλαμβάνομαι καλύτερα την αληθινή διάσταση αυτού που ονομάζουμε "ζωή".

"Ήταν κι αυτός ένα αξιολύπητο ασκί, που είχε τρυπήσει από τα τραντάγματα του μουλαρόδρομου κι έσταζε ,χωρίς να το ξέρει , τις τελευταίες σταγόνες από το λάδι του"

    Εξάλλου, ο "Γατόπαρδος" είναι προικισμένος με μια από τις σπανιότερες αρετές: βυθίζει τον αναγνώστη στον κόσμο που περιγράφει και τον ταξιδεύει σε αυτόν.Την αίσθηση πως βρίσκεσαι σε μια μεγαλοπρεπή δεξίωση, πως από μια γωνία παρατηρείς τον σκυθρωπό ντον Φαμπρίτσιο μέσα στο αστεροσκοπείο του, πως τριγυρνάς μαζί με τον Τανκρέντι και την Αντζέλικα στα διαμερίσματα της αχανούς έπαυλης, μόνο αν έχεις διαβάσει αυτό το βιβλίο μπορείς να την κατανοήσεις.Ο Λαμπεντούζα  είναι απόλυτα ακριβής στις περιγραφές του, το ύφος του στιβαρό και επιβλητικό ,όπως ταιριάζει στα πολυτελή αρχοντικά και τους ιδιοκτήτες τους. Όταν όμως οι συνθήκες το επιβάλλουν, ο ντον Φαμπρίτσιο μονολογεί με έναν  ισορροπημένο λυρισμό για το μέλλον της Ιταλίας, την άνοδο και την πτώση, τη ζωή και το θάνατο της ένδοξης δυναστείας του.Μοναδικής αισθητικής είναι και ορισμένες σελίδες στο πρώτο μισό του τέταρτου μέρους,όπου ολόκληρη η οικογένεια Σαλίνα και μαζί της το ίδιο το σπίτι και τα άψυχα αντικείμενα αντανακλούν την ευτυχία του Τανκρέντι και της Αντζέλικα  και εκπέμπουν το δικό τους ερωτισμό με αποτέλεσμα η έπαυλη να μετατραπεί σε ναό του έρωτα. Ο "Γατόπαρδος" είναι ένα από τα σπουδαιότερα βιβλία των τελευταίων δεκαετιών και ένα από τα γοητευτικότερα που πέρασαν ποτέ από τα χέρια μου.

"Εμείς ήμασταν οι Γατόπαρδοι, οι Λέοντες· εκείνοι που θα μας αντικαταστήσουν θα είναι τα τσακάλια, οι ύαινες· κι όλοι μαζί Γατόπαρδοι,τσακάλια και πρόβατα ,θα εξακολουθήσουμε να πιστεύουμε ότι είμαστε το άλας της γης"

                            








 Jean Baptiste Greuze,Le mauvais fils puni (Το έργο αυτό παρατηρεί με μελαγχολία,καθώς του γεννά δυσάρεστους συνειρμούς, ο πρίγκηπας στη γνωστή ταινία του Βισκόντι)

Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2012

Ντίνος Χριστιανόπουλος x2

    Όταν σε περιμένω

Ὅταν σὲ περιμένω καὶ δὲν ἔρχεσαι,
ὁ νοῦς μου πάει στοὺς τσαλακωμένους,
σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ὧρες στέκονται σὲ μία οὐρά,
ἔξω ἀπὸ μία πόρτα ἢ μπροστὰ σ᾿ ἕναν ὑπάλληλο,
κι ἐκλιπαροῦν μὲ μία αἴτηση στὸ χέρι
γιὰ μία ὑπογραφή, γιὰ μία ψευτοσύνταξη.
Ὅταν σὲ περιμένω καὶ δὲν ἔρχεσαι,
γίνομαι ἕνα με τοὺς τσαλακωμένους.





Η θάλασσα

Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
μπαίνεις καὶ δὲν ξέρεις ἂν θὰ βγεῖς.
Πόσοι δὲν ἔφαγαν τὰ νιάτα τους –
μοιραῖες βουτιές, θανατερὲς καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια ἀθέατα,
ρουφῆχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.
Ἀλίμονο ἂν κόψουμε τὰ μπάνια
Μόνο καὶ μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Ἀλίμονο ἂν προδώσουμε τὴ θάλασσα

Γιατὶ ἔχει τρόπους νὰ μᾶς καταπίνει.
Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
χίλιοι τὴ χαίρονται – ἕνας τὴν πληρώνει.























"Solitude", Seamus Berkeley

Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2012

Έρωτας στην Ισταμπούλ

"Δεν υπάρχει κάστρο και καρδιά που να μην μπορείς να κατακτήσεις με υπομονή και επιμονή, συμφωνείτε;"

Στην ορθότητα  αυτής της φράσης βασίζει τις ελπίδες του  ο Κεμάλ, πρωταγωνιστής του τόσο ρομαντικού και συγκινητικού "Μουσείου της Αθωότητας" (εκδ. Ωκεανίδα, μετάφραση Στέλλα Βρεττού). Το έργο αυτό του Παμούκ μπορούν να εκτιμήσουν όσοι ερωτεύτηκαν πραγματικά  έστω και μια φορά, όσοι ένιωσαν τον πόνο -ψυχικό και σωματικό- της απόρριψης, όσοι θεώρησαν τον εαυτό τους ευτυχισμένο μόνο δίπλα σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, όσοι γεφύρωναν  με όνειρα και ανέφικτες φαντασιώσεις το κενό ανάμεσα σε πραγματικότητα και επιθυμία. Γιατί ορισμένα από τα χαρακτηριστικά του έρωτα, όπως η τυφλή υποταγή, η αποδοχή του αυτοεξευτελισμού, η έμμονη προσπάθεια ικανοποίησης του πόθου μας, είναι κατανοητά και ρεαλιστικά μόνο για τους ανθρώπους που έζησαν μια τέτοια καταιγίδα συναισθημάτων. Δίχως τις εμπειρίες αυτές - που παρά την καθολικότητά τους , φαντάζουν μοναδικές, ανεπανάληπτες στην προσωπική μας ιστορία- κάποιοι ίσως χαρακτηρίσουν το βιβλίο του Παμουκ ως φτηνό ρομάντζο, μελόδραμα.
    Το ογκώδες μυθιστόρημα μας ταξιδεύει στη σχέση του Κεμάλ με την κατά δώδεκα χρόνια νεότερή του Φισούν. Πρόκειται για μια ανατομία του έρωτα σε μια από τις πιο ακραίες μορφές του, αυτήν της απόλυτης, σχεδόν αυτοκαταστροφικής αφοσίωσης στον πόθο. Στα μέσα του 1975 τίποτε δε φαίνεται ικανό να γκρεμίσει την ευτυχία του Κεμάλ : προερχόμενος από μεγαλοαστική οικογένεια, σπουδαγμένος στην Αμερική, πολυταξιδεμένος κι έχοντας ήδη στα τριάντα αναλάβει τα ηνία μιας μεγάλης επιχείρησης, είναι έτοιμος να κάνει το μεγάλο βήμα και να παντρευτεί την αγαπημένη του Σιμπέλ.
     Ενώ οι προετοιμασίες του αρραβώνα βρίσκονται στην τελική ευθεία , τα πάντα ανατρέπονται.Με το που  βλέπει τυχαία τη μακρινή του ξαδέρφη Φισούν, καταλαβαίνει πως την έχει ερωτευτεί. Ο Κεμάλ αδυνατεί να συγκρατηθεί και ρίχνεται στον έρωτά του.Προστατευμένοι σε ένα ήσυχο διαμέρισμα στην πολυκατοικία Μερχαμέτ, οι δύο εραστές περνούν ευτυχισμένες ώρες και απολαμβάνουν το σεξ ,όπως ποτέ άλλοτε. Δυστυχώς για τον Κεμάλ η πραγματική ευτυχία άργησε μερικούς μήνες. Έτσι, παρά τη σφοδρότητα των συναισθημάτων του, διστάζει να ακυρώσει τον αρραβώνα σεβόμενος τη Σιμπέλ.
        
"Κι όσο φιλιόμασταν , με τα φιλιά μας να μακραίνουν ολοένα πιο πολύ, στην τεράστια σπηλιά που σχημάτιζαν τα στόματά μας, μαζευόταν κάτι σαν μέλι, γλυκό και χλιαρό, που καμιά φορά έτρεχε από την άκρη των χειλιών μας στο πηγούνι μας, ενώ μπροστά στα μάτια μας άρχιζε να εμφανίζεται μια χώρα όμορφη σαν παράδεισος, ονειρεμένη ,που  μόνο στην αισιόδοξη φαντασία ενός παιδιού μπορεί να υπάρχει , κι εμείς, με το καλειδοσκόπιο του νου μας, κοιτάζαμε τη χρωματιστή αυτή χώρα, σα να κοιτάζαμε τον παράδεισο.Κμιά φορά, ο ένας από τους δυο μας, σαν πεινασμένο πουλί που κρατάει στο ράμφος του με προσοχή ένα σύκο ,έπαιρνε, βυζαίνοντας τρυφερά, στο στόμα του το πάνω ή το κάτω χείλος του άλλου κι έσφιγγε με τα δόντια του το κομμάτι  από τα χείλια που είχε φυλακίσει,σαν να έλεγε στον άλλο "Τώρα είσαι στο έλεός μου!", ενώ ο άλλος, αφού απολάμβανε υπομονετικά τις περιπέτειες του χειλιού του και για πρώτη φορά αισθανόταν πόσο ανατριχιαστικά γευστικό είναι ν΄αφήνεσαι στο έλεος του εραστή σου, να εγκαταλείπεις με γενναιότητα στο έλεός του, όχι μόνο τα χείλια σου αλλά και το κορμί σου, αφού καταλάβαινε ότι η περιοχή ανάμεσα στη στοργή και την υποταγή είναι το πιο σκοτεινό, το πιο βαθύ μέρος του έρωτα, έκανε το ίδιο στον άλλο,και τότε ακριβώς οι γλώσσες μας,σπαρταρώντας από την ανυπομονησία στα στόματά μας,συναντιόνταν με βιάση ανάμεσα από τα δόντια μας και μας θύμιζαν τη γλυκιά πλευρά του έρωτα ,που δεν έχει να κάνει με τη βία ,αλλά με την τρυφερότητα, με το αγκάλιασμα , με την αφή."


  Στο σημείο αυτό ξεκινά το βασανιστήριο του Κεμάλ.Η Φισούν αρνείται να ξανασυναντηθεί μαζί του και έχοντας χάσει τα ίχνη της βυθίζεται σε μαρασμό.Όταν η κατάσταση φτάνει πλέον στο μη περαιτέρω , με τη Σιμπέλ να δυσανασχετεί και τον ίδιο να σημειώνει επαγγελματικές αποτυχίες, ο Κεμάλ παίρνει τη μεγάλη απόφαση και χωρίζει την αρραβωνιαστικιά του. Στο εξής επικεντρώνει τις προσπάθειές του στην ανάκτηση της Φισούν, η οποία έχει παντρευτεί έναν νεαρό κινηματογραφιστή.

   Ο Κεμάλ ,δίχως να λογαριάζει τις συνέπειες,  γίνεται δεκτός στους κύκλους της οικογένειάς της και έχει έτσι τη δυνατότητα να την επισκέπτεται σε σχεδόν καθημερινή βάση στο πατρικό της.Οι καταστάσεις που εκτυλίσσονται είναι κωμικοτραγικές με τον Κεμάλ να προσπαθεί να μετριάσει τον πόνο του επισκεπτόμενος την αγάπη, αλλά ταυτόχρονα  είναι καταδικασμένος απλώς να τη θαυμάζει σαν έκθεμα μουσείου. Ως υποκατάστατο μάλιστα της σχέσης τους, ο Κεμάλ συλλέγει σχεδόν φετιχιστικά κάθε λογής αντικείμενα που του θυμίζουν τις ευτυχισμένες μέρες που περάσανε μαζί: χιλιάδες γόπες από τα τσιγάρα της, τα άδεια μπουκάλια του αρώματός της, εισιτήρια από τις ταινίες που είδανε, κοκαλάκια , ρούχα, σκουλαρίκια της, ακόμα και διακοσμητικά που παίρνει σαν κλέφτης  απ΄το σπίτι της.Όλα αυτά τα λάφυρα μεταφέρονται στο αλλοτινό ερωτικό τους καταφύγιο της πολυκατοικίας Μερχαμέτ, όπου ο Κεμάλ καταφεύγει όποτε ο πόνος του γίνεται αφόρητος.

"στον αυχένα μου ένιωθα τον ήλιο, στον νου μου είχα τον έρωτα, στην ψυχή μου, αγωνία, στην καρδιά μου, πόνο"     

Την πρωτοπρόσωπη αφήγηση μονοπωλούν επαναλαμβανόμενα γεγονότα, οι εκατοντάδες πανομοιότυπες επισκέψεις στο σπίτι των Κεσκίν, οι κοινές έξοδοι σε εστιατόρια ή κινηματογράφους , όταν ο Κεμάλ συνοδεύει τη Φισούν μαζί με τον άντρα της! Για το λόγο αυτό ο Παμούκ γίνεται κάπως φλύαρος σε ορισμένα σημεία.
    Αυτό όμως που είναι υπέροχο στο βιβλίο είναι οι σκέψεις που βασανίζουν τον Κεμάλ, σκέψεις ενός βαριά ερωτευμένου που παρότι έχει ελάχιστες πιθανότητες να ευτυχήσει εξακολουθεί να ελπίζει, θυσιάζοντας την κοινωνική του υπόληψη, ξοδεύοντας χρήματα για να φέρει τη Φισούν ένα εκατοστό πιο κοντά του υποβαθμίζοντας τις υπόλοιπες φιλικές του σχέσεις.
      Σε πολλά σημεία είναι αδύνατον η αφήγηση να μη αγγίξει την πιο ευαίσθητη χορδή του αναγνώστη. Γινόμαστε μάρτυρες των ενοχών και των τύψεων του για τα λάθη που έκανε ,ώστε να απομακρύνει τη Φισούν από κοντά του. Παρακολουθούμε τις ψυχολογικές του μεταπτώσεις: ευτυχισμένος με ένα ενθαρρυντικό(;) νεύμα της Φισούν, καταβαραθρωμένος μετά από έναν ψυχρό, τυπικό χαιρετισμό. Πολλοί θα νιώσουν ομοιοπαθείς με τον Κεμάλ, όταν ο πόθος φουντώνει, τον κυριεύει και τον δυσκολεύει να συγκρατηθεί , όταν θέλει να φιλήσει την αγαπημένη του και να της φωνάξει "σ΄αγαπώ" , αν και αυτό δε θα έφερνε κανένα αποτέλεσμα.Πολλοί θα αναγνωρίσουν στην ανακούφιση του Κεμάλ ,όταν απλώς κρατάει το χέρι της, ένα δικό τους ξεχασμένο συναίσθημα σε αντίστοιχες στιγμές. Ποιος δε θα συγκινηθεί διαβάζοντας για τον άτυχο Κεμάλ που ως άλλος Τάνταλος έχει μέσα στα μάτια του το αντικείμενο του πόθου του, αλλά αδυνατεί να το σφίξει στην αγκαλιά του και καθηλωμένος  στο σαλόνι των Κεσκίν βιώνει το πιο σκληρό μαρτύριο: βλέπει τη γυναίκα που λατρεύει να ευτυχεί δίπλα σε άλλον άντρα;Ποιος δε θα συγκινηθεί με την εικόνα του Κεμάλ που κλαίει με λυγμούς, που σφίγγει στην αγκαλιά του άψυχα αντικείμενα με τη μυρωδιά της Φισούν, επειδή δε μπορεί να έχει την ίδια; Ο Παμούκ δημιουργεί μια τόσο έντονη και ρεαλιστική απεικόνιση της απόγνωσης ενός ερωτευμένου που δύσκολα ξεχνιέται.

  Στο παρασκήνιο των απεγνωσμένων προσπαθειών του Κεμάλ, βλέπουμε το πρόσωπο μιας Τουρκίας που αλλάζει. Από τη μία τα έθιμα, οι προκαταλήψεις, η ιερότητα της "παρθενιάς" και η σεμνοτυφία της λαϊκής μάζας και από την άλλη οι προσπάθειες της ανώτερης τάξης να εκμοντερνιστεί, να μιμηθεί το επιτυχημένο δυτικό πρότυπο, ακόμα και αν αυτό δεν ταιριάζει πάντα στην ιδιοσυγκρασία της

  Τέλος να σημειωθεί πως από φέτος λειτουργεί στην Κωνσταντινούπολη το Μουσείο της αθωότητας, όπου οι επισκέπτες μπορούν σε αριθμημένες προθήκες να δουν τα αντικείμενα της Φισούν που ο Κεμάλ μάζευε ανά κεφάλαιο.Η συλλογή του μουσείου δημιουργήθηκε παράλληλα με τη συγγραφή του βιβλίου.Πριν ακόμα ο λογοτεχνικός Κεμάλ προσφέρει ένα δώρο στην αγαπημένη του, ο Παμούκ είχε φροντίσει ήδη να το αγοράσει .Ο Παμούκ χρηματοδότησε ο ίδιος το μουσείο προκειμένου το μουσείο που δημιουργεί τελικά ο λογοτεχνικός του ήρωας να γίνει πραγματικότητα. Εκεί μεταξύ άλλων φυλάσσονται τα χειρόγραφα του Τούρκου Νομπελίστα που έχει αυτή την μοναδικό ανατολίτικο ταλέντο  να πλάθει και να διηγείται ιστορίες που σε συγκινούν και σε μαγεύουν.

"Όσο κρατούσα στα χέρια μου τα πράγματα που είχε αγγίξει η Φισούν και την είχαν κάνει αυτή που ήταν, όσο τα χάιδευα, τα κοίταζα, τα ακουμπούσα στο λαιμό μου, στους ώμους μου, στο γυμνό στήθος μου, στην κοιλιά μου, αυτά εξαπέλυαν στην ψυχή μου, με δύναμη παρηγοριάς, τις αναμνήσεις που είχαν κρατήσει μέσα τους."


Ο orhan pamuk στο μουσείο της αθωότητας 
                                                                                                                 Πάνω: "Τάνταλος" του  Gioacchino Assereto

Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2012

Η κινηματογραφική Λέσχη

Η σχέση πατέρα και γιου , όπως και αυτή μητέρας και κόρης, είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες που αναπτύσσονται. Η αγάπη είναι αμοιβαία, αλλά ο θαυμασμός προς τον πατέρα και η στοργή προς το παιδί συχνά περνούν σε δεύτερη μοίρα εξαιτίας του ανταγωνισμού που διακρίνει αυτή τη σχέση.Το αγόρι προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του , να χειραφετηθεί από τη γονικό έλεγχο και να αποδείξει τις ικανότητές του, πράγμα που συχνά επιχειρείται μέσα από μια σύγκρουση με τον πατέρα και την σκληρότητα προς αυτόν, σκληρότητα που σπάνια ανταποκρίνεται στα πραγματικά συναισθήματα του παιδιού.Ο πατέρας από την άλλη μοιάζει συχνά πιο απρόσιτος , άλλοτε για να επιβεβαιώσει την κυριαρχία του σε αυτή τη σχέση και άλλοτε για να σκληραγωγήσει, "να κάνει άντρα" το γιο του.

Αυτή η ιδιόρρυθμη σχέση είναι και το κύριο θέμα της τρυφερής "Κινηματογραφικής Λέσχης" (εκδ.Πατάκης,μετάφραση Γιώργου Καλαμαντή ) του Ντέιβιντ Γκίλμουρ. Ο αφηγητής ,που πιθανότατα ταυτίζεται με τον συγγραφέα, δίνει τη συγκατάθεσή του και εξασφαλίζει την άδεια της πρώην συζύγου του προκειμένου ο γιος τους Τζέσε να εγκαταλείψει το σχολείο. Ο πατέρας όμως θέτει και δύο όρους : ο Τζέσε οφείλει να παρακολουθεί μαζί του τρεις ταινίες την εβδομάδα, τις οποίες και θα συζητάνε , και δε θα καταφύγει ποτέ σε ναρκωτικές ουσίες.
     
Το βιβλίο προσφέρει διπλή απόλαυση. Αφενός μπορεί να αποτελέσει μια ταχύρρυθμη και ευχάριστη εισαγωγή στην κινηματογραφική τέχνη. Οι ταινίες είναι όλες προσεκτικά επιλεγμένες και είναι φανερό πως ο Γκίλμουρ έχει γνώσεις και αγάπη για το συγκεκριμένο αντικείμενο. Έτσι με αφορμή την προβολή ταινιών ξεκινά ένα ταξίδι στον κόσμο του κινηματογράφου : Χίτσκοκ, Τριφό, Καζάν, Λεόνε, Κιούμπρικ είναι μόνο μερικοί από τους σκηνοθέτες στων οποίων το έργο γίνεται αναφορά. Οι συζητήσεις , με τις ενδιαφέρουσες ιστορίες γύρω από ηθοποιούς και τον μύθο κάποιων ταινιών και τις απόψεις των δύο συνομιλητών για αυτές, σίγουρα θα ενθουσιάσουν τους σινεφίλ.
   
Θα ήταν όμως λάθος να παραπλανηθούμε από τον τίτλο και τις πολλές κινηματογραφικές αναφορές , και να πιστέψουμε ότι ο Γκίλμουρ προσπαθεί απλώς να αναδείξει την αγάπη του για το σινεμά.Το βιβλίο είναι ένα τεκμήριο της αγάπης του για τον Τζέσε, μια μαρτυρία για τη σχέση τους, πολύ περισσότερο μια γλυκόπικρη ανάμνηση όσων έζησαν τα τρία χρόνια κατοικώντας στο ίδιο σπίτι και βλέποντας ταινίες. Ο Τζέσε, σαν ήρωας ενός ιδιαίτερου bildungsroman περνάει στην ενήλικη ζωή του, ενώ ο αφηγητής στην περίοδο της ωριμότητας παρακολουθώντας τα νιάτα να τον προσπερνούν.

"Καθισμένος σε τούτο το κρεβάτι συνειδητοποιώ πως ο Τζέσε δε θα γυρίσει ποτέ με την ίδια μορφή.Από εδώ και πέρα είναι επισκέπτης.Τι παράξενο, θαυμαστό , απρόσμενο δώρο υπήρξαν αυτά τα τρία χρόνια στη ζωή ενός νεαρού σε μια εποχή που κάτω από φυσιολογικές συνθήκες θα άρχιζε να κλείνει την πόρτα στους γονείς του. Τι τυχερός που ήμουν ( αν και τότε δεν το αντιλαμβανόμουν ), που δεν έιχα δουλειά, που είχα τόσο ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή μου. Μέρες, βράδια, απγεύματα. Χρόνος." 

 Όλη η αφήγηση διαπνέεται από μια γλυκιά, νοσταλγική διάθεση, μια λεπτή μελαγχολία για τη μαγική εποχή που τελείωσε οριστικά. Την εποχή που ο πατέρας είχε την ευκαιρία να περάσει ξέγνοιαστα απογεύματα με το γιο του, να αράξει μαζί του στη βεράντα ,όσο εκείνος κάπνιζε, να του διηγηθεί ιστορίες για να τον ανακουφίσει, να τον συμβουλεύσει , να του μεταφέρει τις εμπειρίες του, να τον διδάξει και τελικά να διδαχθεί και ο ίδιος από αυτόν.Η περίοδος αυτή ήταν ένας Παράδεισος για τον Γκίλμουρ και καταγράφοντάς την εξασφαλίζει ότι θα μπορεί να ανατρέχει σε αυτήν , όποτε αισθάνεται την ανάγκη, να τη χρησιμοποιεί ως υποκατάστατο για την καθημερινή επικοινωνία με τον Τζέσε, η οποία ανήκει πλέον στο παρελθόν.

 Το ωραιότερο πράγμα στην "Κινηματογραφική Λέσχη" είναι το πόσο αληθινοί και ανθρώπινοι είναι οι χαρακτήρες. Ο πατέρας να ανησυχεί για το αν έπραξε σωστά διακόπτοντας τη φοίτηση του Τζέσε στο σχολείο, να προσπαθεί να κρατήσει ισορροπίες σε μια εύθραυστη σχέση, να επιδιώκει με κάθε ευκαιρία να του αναπτερώσει το ηθικό και να θέλει να τον βάλει στον ίσιο δρόμο δίχως ταυτόχρονα να τον απομακρύνει από κοντά του.Ο Τζέσε πάλι είναι ένας έφηβος δίχως αυτοπεποίθηση, που κάνει τα πρώτα δειλα ερωτικά του βήματα και έχει ανάγκη τις συμβουλές ενός εμπειρότερου αλλά δυσκολεύεται να το παραδεχθεί. Τον βλέπουμε να πληγώνεται από τη συμπεριφορά των κοριτσιών του και να προσπαθεί να ξεπεράσει τα τραύματα που του προκαλεί ένας χωρισμός.

"Εσύ έχεις κλάψει ποτέ μπροστά σε κοπέλα;"με ρώτησε.
"Το θέμα είναι αν υπάρχει κοπέλα που να μην έχω κλάψει μπροστά της" αποκρίθηκα. Όταν τον άκουσα να γελάει, όταν είδα, έστω και για μια στιγμή, τη δυστυχία να εξαφανίζεται από τα χαρακτηριστικά του (ήταν λες και ο αέρας είχε παρασύρει τις στάχτες από ένα ωραίο τραπέζι), ένιωσα καλύτερα, σα να είχε περάσει η ναυτία που ένιωθε το κορμί μου.Μακάρι να μπορούσα να τον κρατήσω έτσι ,σκέφτηκα "
   
 Εξίσου αληθοφανείς είναι οι ανησυχίες του Τζέσε και η εξέλιξη που παρατηρείται σε αυτόν. Ο  αδέξιος, ντροπαλός δεκαεξάχρονος που καταπιέζεται από τις ανιαρές σχολικές  υποχρεώσεις  μετατρέπεται σε έναν ανεξάρτητο δεκαεννιάχρονο που είναι έτοιμος να χαράξει τη δική του πορεία. Από έναν νεαρό με ελάχιστες γνώσεις κινηματογράφου μετατρέπεται σε εκπαιδευμένο θεατή με αξιοθαύμαστη θεωρητική κατάρτιση. Μέσα από τις ερωτικές σχέσεις που συνάπτει καταφέρνει τελικά να απογαλακτιστεί από την οικογένειά του.
   
 Τελειώνοντας το βιβλίο αισθάνθηκα κάπως αδιάκριτος που παρακολούθησα τις τόσο προσωπικές στιγμές πατέρα και γιου , και έπιασα τον εαυτό μου να νοσταλγεί ,όπως ο Γκίλμουρ, τις απογευματινές συζητήσεις του μετά από κάθε ταινία. Ευχήθηκα και εγώ, μαζί με τον πατέρα ,ο Τζέσε να μην είχε μεγαλώσει ποτέ, να μην είχε εγκαταλείψει το σπίτι, η Κινηματογραφική Λέσχη να συνεχιζόταν και η διήγηση να μην τελείωνε ποτέ. Σύντομα καταλαβαίνει κανείς ότι η μαγεία και η συγκίνηση οφείλονται στο γεγονός πως ήρθε το τέλος και οι ωραίες στιγμές στο εξής μπορούν να αποτελούν απλώς αντικείμενο αναμνήσεων.

" Θα ξαναβρούμε χρόνο, ο Τζέσε κι εγώ, όχι όμως εκείνο το είδος του χρόνου, όχι εκείνον τον αδιατάρακτο και μάλλον βαρετό χρόνο που είναι το αληθινό σημάδι ότι ζεις με κάποιον, χρόνος που νομίζεις ότι θα συνεχιστεί για πάντα , και ύστερα , μια μέρα απλώς δεν υπάρχει."



Heidi Malott, "A steady hand"