Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013

Μουσικό Διάλειμμα με τον Μάνο

   Η μουσική είναι πολύ πρόστυχη τέχνη. Σε ξεγυμνώνει, σε αφήνει εντελώς ανυπεράσπιστο και ξεμπροστιάζει τα συναισθήματά σου χωρίς να σε ρωτήσει και κυρίως χωρίς να σου δώσει τη δυνατότητα να αμυνθείς.Ούτε η λογοτεχνία,ούτε ο κινηματογράφος μπορούν να πετύχουν τόσο εύκολα την ευαίσθητη χορδή μας. Η μουσική το καταφέρνει με ευκολία χαρακτηριστική, με τρόπο τόσο αιφνιδιαστικό για τη λογική μας που σπάνια καταλαβαίνουμε τι ακριβώς μας συνέβη και βρεθήκαμε βουρκωμένοι ή εκστασιασμένοι.

  Σπάνια μπορώ να ακούσω μουσική ως χαλί σε άλλη δραστηριότητα. Η μουσική θα θριαμβεύσει και θα με αποσπάσει τελικά από οποιαδήποτε άλλη ασχολία. Η ερώτηση "Τι μουσική ακούς;" με αιφνιδιάζει πάντα, γιατί δεν έχω ακόμα κάποια απάντηση. Λίγο από όλα, χωρίς ειδικές γνώσεις, συχνά ακούω ένα τραγούδι σε ταινία, στο ραδιόφωνο  και ψάχνω για μήνες (συνήθως ανεπιτυχώς) να βρω σε ποιον ανήκει. Επίσης ελάχιστοι καλλιτέχνες και συγκροτήματα με έχουν κάνει να αγαπήσω πάνω από 15-20 έργα τους, πόσο μάλλον να ακούσω όλη τη δισκογραφία τους.

 Στις φωτεινές  εξαιρέσεις ανήκει ο αγαπημένος μου συνθέτης, ο Μάνος Χατζιδάκις , που κατά τη γνώμη μου είναι και το μεγαλύτερο πολιτιστικό κεφάλαιο της χώρας. Το έργο του τόσο πολύπλευρο, όσο και ο ίδιος. Μια μουσική γεμάτη ευαισθησία, λυρισμό και άλλοτε μια σχεδόν διονυσιακή διάθεση. Η μελωδία και μόνο αρκεί για να σε συνεπάρει, αν προσέξεις και τους στίχους είσαι καταδικασμένος στον εθισμό. Είναι απίθανο να μην ακούσω έστω και ένα τραγούδι του κάθε μέρα.



 Μίλησα αρκετά. Το blog είναι για λογοτεχνία, όμως οι παρασπονδίες επιτρέπονται πάντα. Σας αφήνω σε πέντε τραγούδια του Μάνου, όχι τα καλύτερα, όχι τα γνωστότερα, αυτά που μου ήρθαν πρώτα στο μυαλό από τα αγαπημένα μου.

Ο κυρ-Αντώνης, στίχοι Νίκου Γκάτσου

                                              
Οδός Ονείρων, ορχηστρική μουσική.Πόσοι έχουν καταφέρει να μεταδώσουν τη νοσταλγία μέσα από μία μελωδία;

                                             

      Ο χειμωνιάτικος ήλιος, από τον ομώνυμο δίσκο, σε εκτέλεση Μητσιά και στίχους Γκάτσου

    Ποιος είν' τρελός από έρωτα;Μια μαγική εκτέλεση της Φλερυς Νταντωνάκης από τον θρυλικό Μεγάλο Ερωτικό, μια από τις ουσιαστικότερες πράξεις (πνευματικής) αντίστασης στο γελοίο φολκλόρ της χούντας.


                                          Ο Ιρλανδός και ο Ιουδαίος, από τη Μυθολογία.




Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2013

Το μυθιστόρημα που θα μπορούσε να είχε γράψει ο Φελίνι

  Όταν πρωτοείδα το Amacord του Φελίνι θαύμασα τη μεγαλοφυΐα ενός σκηνοθέτη που μπόρεσε να πετάξει δεκάδες ηθοποιούς στο πλατό, να χτίσει -σε διαφορετικό βαθμό- τόσους πολλούς χαρακτήρες και τελικά να ζωντανέψει μια ολόκληρη κοινότητα, παρουσιάζοντας τόσα γεγονότα, χωρίς αυτά να συνδέονται σφιχτά μεταξύ τους. Τέτοια πολυκοσμία και ολοκληρωμένου χτισίματος ενός κόσμου συναντάμε στα σπουδαία κλασικά μυθιστορήματα.

 "Η λέσχη των αθεράπευτα Αισιόδοξων" του Γκενασιά (εκδ.Πόλις, μτφ Φωτεινή Βλαχοπούλου) είναι το βιβλίο που δικαιολογημένα ξεχώρισε το τελευταίο διάστημα. Με μια γραφή απλή, χωρίς καθόλου εκζήτηση, γεμάτη όμως ευαισθησία και κάποιες όχι εκβιαστικά τοποθετημένες ποιητικές στιγμές ο Γκενασιά δίνει ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα που καλύπτει 5 χρόνια από τη ζωή του έφηβου Μισέλ.

"Η λήθη μας τρομάζει.Όμως, η μνήμη είναι η αιτία των δεινών μας.Μόνο με τη λήθη ζούμε ευτυχείς.Ο μεγαλύτερος εχθρός της ευτυχίας είναι η μνήμη.Οι ευτυχισμένοι άνθρωποι ξεχνούν."

        Δεν θα ήταν ακριβές να πούμε πως υπάρχει ένα θέμα. Πολλές ιστορίες εξελίσσονται παράλληλα, ήρωες κάνουν την εμφάνισή τους για να σιωπήσουν οριστικά λίγες σελίδες αργότερα, το μόνο που μένει απαράλλαχτο είναι η "διάθεση" του κειμένου, το υπέροχο κλίμα που δημιουργεί ο συγγραφέας.
                 
 Κεντρικό πρόσωπο ο Μισέλ ένας δωδεκάχρονος βιβλιομανής που ξεκοκαλίζει την εργογραφία συγγραφέων που επιλέγει, διαβάζοντας ακόμα και στο δρόμο για το σχολείο. Η οικογενειακή ζωή του μικρού μόνο ευτυχισμένη δεν είναι, καθώς χαρακτηρίζεται από διαρκείς συγκρούσεις μεταξύ του συζυγικού ζεύγους, αλλά και ανάμεσα σε παιδιά και γονείς. Η μητέρα  κυρίως, γόνος μιας εύπορης αστικής οικογένειας, καταπιέζει διαρκώς τον Μισέλ που σταδιακά ανακαλύπτει τον κόσμο του ροκ εν ρολ, τη φωτογραφία και τέλος τον Κινηματογράφο μέσα από τη μυθική Ταινιοθήκη των Παρισίων.

"Διάβαζα ακόμα και καθώς περπατούσα.Το σπίτι μου απείχε απτο σπίτι μου δεκαπέντε λεπτά με τα πόδια.Ήταν ένα τέταρτο ανάγνωσης, που καμιά φορά γινόταν μισάωρο ή και παραπάνω.[...]Ο φύλακας άγγελος μου με προστάτευε και με καθοδηγούσε. Δεν είχα κουτουλήσει ποτέ σε κολόνα ούτε με είχε χτυπήσει αυτοκίνητο καθώς διέσχιζα τον δρόμο, χωμένος κυριολεκτικά μέσα στο βιβλίο μου.Απέφευγα τις ακαθαρσίες των σκύλων που βρώμιζαν τα παριζιάνικα πεζοδρόμια.Δεν άκουγα τίποτα, δεν έβλεπα τίποτα.Περπατούσα λες και είχα ραντάρ κι έφτανα πάντα στο σχολείο σώος και αβλαβής.[..]Είχα κατατάξει τους συγγραφείς σε δυο κατηγορίες: εκείνους που μου επέτρεπαν να φτάνω στην ώρα μου και εκείνους που με έκαναν να καθυστερώ.Οι ρώσοι συγγραφείς μου στοίχισαν ένα σωρό τιμωρίες.όταν έπιανε βροχή, χωνόμουν κάτω από ένα υπόστεγο, ώστε να μπορώ να συνεχίζω απερίσπαστος.Η περίοδος Τολστόι υπήρξε ένας μαύρος μήνας.Η μάχη του Μποροντίνο μου στοίχισε τρεις ώρες τιμωρία"

  Ο Μισέλ περνά το χρόνο του παίζοντας ποδοσφαιράκι στα μπιστρό και αντιμετωπίζει την καθημερινότητα και τα προβλήματα με ένα κράμα στωικότητας και αφέλειας που -λόγω και της πρωτοπρόσωπης αφήγησης- μου θύμισε πολύ το μικρό Νικόλα του Γκοσινί. Καταλυτική για την εφηβική του ζωή θα είναι η είσοδος στη Λέσχη των Αθεράπευτα Αισιόδοξων, ενός σκακιστικού κλαμπ που συχνάζουν άνθρωποι που εγκατέλειψαν τις πατρίδες τους λόγω διώξεων από τα κομμουνιστικά καθεστώτα. Προδομένοι, μεσήλικες με ματαιωμένες προσδοκίες, με σαφώς λιγότερη ελπίδα πως μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο, περιορίζονται σε διηγήσεις, παρτίδες σκακιού μέχρι τελικής πτώσης και γερές οινοποσίες.

  Ο Μισέλ γνωρίζει του θαμώνες και τις απίστευτες ιστορίες τους: τον Ιγκόρ, πρώην γιατρό του σοβιετικού στρατού και ιδρυτή της λέσχης, τον Λεονίντ, αεροπόρο- ήρωα του Δευτέρου Παγκοσμίου και δεινό σκακιστή, ο οποίος έπαιξε μια στημένη παρτίδα με τον ίδιο τον Στάλιν και έπειτα διηγήθηκε στον πατερούλη ένα "αντικαθεστωτικό" ανέκδοτο με πρωταγωνιστή τον ίδιο, το Τίμπορ και τον Ιμρέ δυο Ούγγρους κινηματογραφιστές που το σκασαν μετά την επέμβαση τον Σοβιετικών, τον γραφικό Έλληνα αντάρτη Γρηγόρη,τον μόνο που δεν έχει χάσει την πίστη του στον Κομμουνισμό, και τέλος τον αινιγματικό και ευγενικό Σάσα που για κάποιον ανεξήγητο λόγο είναι μισητός στη Λέσχη. Την εμφάνισή του στη λέσχη κάνει κατά διαστήματα ο ίδιος ο Σαρτρ, καθώς και ο Κεσέλ.Για χρόνια ο Μισέλ θα είναι απλώς ο ακροατής των ιστοριών, όμως με τα χρόνια ωριμάζει για να διηγηθεί στο τέλος και ο ίδιος την πρώτη του ιστορία, το πρώτο περιστατικό της ζωής του που θα τον σημαδέψει:τον πρώτο του έρωτα.Και ανάμεσα στις "μεγάλες αφηγήσεις" η εξιστόρηση των δεκάδων καθημερινών συμβάντων με τρόπο που τα καθιστά σαφώς ανώτερα από την απλή ρουτίνα και τα εξυψώνει σε βιώματα, μια μαθητεία στη ζωή και τους ανθρώπους.

"-Ξέρετε τι είναι ένα σοβιετικό κουαρτρέτο εγχόρδων;
-Μια συμφωνική ορχήστρα που επιστρέφει από τη Δύση!"

  Το βιβλίο διαβάζεται γρήγορα και ξεκούραστα. Αν θα έπρεπε να το περιγράψω με ένα επίθετο, θα διάλεγα το "ζωντανό,ολοζώντανο". Το κείμενο αποπνέει φρεσκάδα και όρεξη για ζωή. Σαν ένα πολύβουο μελίσσι, όπου συνεχώς γίνονται δουλειές. Οι ήρωες, όχι πάντα αληθοφανείς, γίνονται τόσο οικείοι και αγαπητοί που με το τέλος της ανάγνωσης νιώθεις σαν να αποχαιρετάς ένα φίλο. Σίγουρα δεν προσθέτει κάτι το ρηξικέλευθο στο λογοτεχνικό σύμπαν, δεν ξέρω  αν θα απασχολεί τους αναγνώστες σε δέκα χρόνια, είμαι όμως σίγουρος πως κανείς δεν πρόκειται να μετανιώσει την ανάγνωση της "Λέσχης των αθεράπευτα αισιόδοξων". Πιθανόν να νιώσετε και μια ζήλεια για την εφηβεία που πέρασε ο πρωταγωνιστής, όχι απαραίτητα ευτυχισμένη όμως τόσο συναρπαστική.

Υ.Γ. ωραία ανάρτηση για το βιβλίο από τον librofilo



Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

Εμείς θα σας κάνουμε ευτυχισμένους...


«Οι άνθρωπο είναι ευτυχισμένοι· αποκτούν ό,τι θέλουν, και δεν θέλουν ποτέ όσα δεν  μπορούν να αποκτήσουν. Είναι εύποροι· είναι ασφαλείς · δεν αρρωσταίνουν ποτέ · δεν φοβούνται τον θάνατο · αγνοούν μακαρίως το πάθος και τα γηρατειά · δεν τους βασανίζουν κανένας πατέρας και καμία μητέρα · δεν έχουν συζύγους, δεν έχουν παιδιά, δεν έχουν αγάπες που να τους κάνουν να έχουν βαθιά αισθήματα · η συμπεριφορά τους έχει διαμορφωθεί ανακλαστικά ώστε να μην μπορούν πρακτικά να συμπεριφερθούν διαφορετικά από όπως θα όφειλαν· και αν κάτι πάει στραβά, υπάρχει το σώμα.»
   
   


         Ο θαυμαστός καινούριος κόσμος( εκδ. Νησίδες,μτφ. Βασίλης Τομανάς) του Άλντους Χάξλεϋ  είναι μάλλον η πιο ευφυής περιγραφή δυστοπίας που έχει γραφτεί ποτέ σε βιβλίο. Το μυθιστόρημα δεν καταφέρνει να προκαλέσει την προσωπική εμπλοκή του αναγνώστη, να τον συγκινήσει και να τον σοκάρει, όπως το αριστουργηματικό 1984, όμως περιγράφει στην εντέλεια τη λειτουργία ενός ολοκληρωτικού συστήματος με τόση λεπτομέρεια που θα επέτρεπε τη μίμησή του από έναν τρίτο.

                   « Η ευτυχία πρέπει να πληρώνεται με κάτι.»
  
    Ο Χάξλεϋ ξεκινάει από μια πολύ ενδιαφέρουσα βάση: το σύστημα είναι μεν ολοκληρωτικό με την έννοια ότι ρυθμίζει με αυστηρό και συγκεκριμένο τρόπο κάθε πτυχή της δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας με πρότυπα συμπεριφοράς που επιβάλλει, όμως  δεν έχει σε πρώτη φάση το σκληρό, αυταρχικό πρόσωπο ενός οργουελιανού ή πολύ περισσότερο ενός ιστορικά υπαρκτού απολυταρχικού συστήματος διακυβέρνησης. Δεν υπάρχουν βασανιστήρια, κρατική τρομοκρατία, τεράστια στρατόπεδα πολιτικών κρατουμένων. Σκοπός του κράτους είναι να επιβάλλει στους ανθρώπους το πρότυπο ευτυχίας που το ίδιο θεωρεί σωστό και η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού είναι όντως ευχαριστημένη με την ζωή της. Στον πρόλογό του ο συγγραφέας αιτιολογεί ξεκάθαρα αυτήν του την επιλογή:

 «Δεν υπάρχει, φυσικά, κανένας λόγος που θα έκανε τον καινούριο ολοκληρωτισμό να μοιάσει υποχρεωτικά με τον παλιό. Η διακυβέρνηση με κλομπ και εκτελεστικά αποσπάσματα, με τεχνητή λιμοκτονία, μαζικές εκτοπίσεις και φυλακίσεις, δεν είναι μόνο απάνθρωπη(άλλωστε κανένας δε νοιάζεται σήμερα για τέτοιες λεπτομέρειες)· είναι αποδεδειγμένα αναποτελεσματική. Ένα πραγματικά αποτελεσματικό ολοκληρωτικό κράτος θα ήταν εκείνο, στο οποίο το παντοδύναμο εκτελεστικό σώμα των πολιτικών αρχηγών και η στρατιά των μάνατζέρ τους θα κυβερνούσαν έναν πληθυσμό δούλων, που δεν θα χρειάζονταν να εξαναγκάζονται, γιατί θα αγαπούσαν την υποδούλωσή τους.»

        Η δυστοπία τοποθετείται 5 αιώνες από το σήμερα, στο έτος 632 μετά Φορντ. Την εποχή που ο Χάξλεϋ γράφει το βιβλίο(1931) το άστρο του Henry Ford μεσουρανεί και ένα νέο είδος μαζικής, απρόσωπης παραγωγικής διαδικασίας κάνει την εμφάνισή του. Στον θαυμαστό καινούριο κόσμο οι άνθρωποι ορκίζονται στο όνομα του εμβληματικού βιομηχάνου και έχουν αντικαταστήσει το σημάδι του σταυρού με ένα Τ , προερχόμενου από την ονομασία των πρώτων αυτοκινήτων Φορντ.
  
  Ο Χάξλεϋ  δίνει στο φανταστικό κράτος ένα γνώρισμα που χρόνια αργότερα οι ιστορικοί θα αποδώσουν στο σταλινικό και χιτλερικό καθεστώς: την προσπάθεια κοινωνικοποίησης του ατόμου, την κατάργηση της ατομικότητας που πρέπει να αποτελέσει παρελθόν μπροστά στην ομοιομορφία και την σταθερότητα της μάζας. Στον στόχο αυτό κατευθύνονται όλες οι ενέργειες της ολοκληρωτικής διακυβέρνησης. Η αναπαραγωγή δεν γίνεται πλέον με το σεξ· γίνεται εντελώς βιομηχανοποιημένα  με προηγμένες τεχνολογικές μεθόδους στα εργαστήρια. Στρατιές πανομοιότυπων ανθρώπων παράγονται καθημερινά. Τα έμβρυα χωρίζονται εξαρχής σε  κάστες και αναπτύσσονται  ανάλογα προκειμένου να μπορούν  να επιτελέσουν τον κοινωνικό ρόλο που τους έχει ανατεθεί (αυτό όπως και άλλα σημεία που θύμισαν την πλατωνική «ουτοπία»). Η διαπαιδαγώγηση γίνεται και αυτή με μέριμνα του κράτους. Τα παιδιά ακούν εκατοντάδες χιλιάδες φορές ηχογραφημένα μηνύματα στον ύπνο τους και χάρη σε «ασκήσεις» τύπου Παβλόφ, διαμορφώνουν μια συγκεκριμένη ανακλαστική συμπεριφορά, την οποία δεν μπορούν να αποβάλλουν και η οποία καθορίζει την μετέπειτα συμπεριφορά τους. Ακόμα και οι άνθρωποι Ε της κατώτερης κάστας δεν αισθάνονται αδικημένοι λόγω της πλύσης εγκεφάλου που έχουν υποστεί ήδη από τη βρεφική ηλικία μέσα σε γυάλες.

«’Ωσπου στο τέλος το μυαλό του παιδιού είναι αυτές οι υποβολές, και ώσπου το σύνολο των υποβολών αυτών είναι το μυαλό του παιδιού. Και όχι μόνο το μυαλό του παιδιού. Και το μυαλό του ενήλικου για όλη του τη ζωή. Το μυαλό που κρίνει, επιθυμεί και αποφασίζει, αποτελείται από αυτές τις υποβολές. Αλλά όλες αυτές οι υποβολές είναι δικές μας υποβολές!»

      Οι άνθρωποι λοιπόν αποκτούν  προδιάθεση για συμπεριφορές που ευνοούν την κοινωνική σταθερότητα και την οικονομική ανάπτυξη. Ο θεσμός  της οικογένειας έχει καταργηθεί γιατί θα αποτελούσε εμπόδιο στη διαμόρφωση ανακλαστικής συμπεριφοράς και στη μαζοποίηση. Οι σταθεροί σεξουαλικοί δεσμοί θεωρούνται ανήθικοι · όλοι εκφράζουν χωρίς περιστροφές την πρόθεσή τους να συνευρεθούν με ένα άτομο και  η επιθυμία τους γίνεται αμέσως πραγματικότητα. Αποφεύγεται έτσι η συναισθηματική εμπλοκή, οι διαχωρισμοί εντός της κοινότητας: «Όταν το άτομο αισθάνεται, η Κοινότητα κλονίζεται».
  
    Ο παγκόσμιος πληθυσμός έχει εκπαιδευθεί να διασκεδάζει με τον ίδιο τρόπο: ακριβά σπορ που απαιτούν πολλές δαπάνες, μακρινά ταξίδια, χρήση του «σώματος» ενός παραισθησιογόνου ναρκωτικού που χορηγείται σε κάθε εργαζόμενο για να ξεχνάει τις έγνοιες του. Η τέχνη είναι παρελθόν· πολλά ιστορικά μνημεία έχουν ανατιναχθεί και η ανακλαστική συμπεριφορά των ανθρώπων κάνει τα βιβλία να φαίνονται αηδιαστικά. Οι άνθρωποι δεν πρέπει να αντικρίζουν την ομορφιά που γεννήθηκε στο παρελθόν γιατί έτσι δεν θα καταναλώνουν αυτό που στο σήμερα παράγεται ως ωραίο. Και αν κάποιος θέλει να τέρψει τις αισθήσεις του υπάρχει ο αισθησιογράφος,  ένας προσομοιωτής που προβάλλει ταινίες δίχως κανένα βάθος και προβληματισμό, οι οποίες όμως  μαζί με άλλα τεχνολογικά μέσα ικανοποιούν στο απόλυτο τις πέντε αισθήσεις, όπως θα έκαναν σε ένα ζώο.


 Golconda, magritte

                                                 
Ο Χάξλεϋ έγραψε  ένα από τα πιο φιλοσοφημένα έργα γύρω από την ουσία του ολοκληρωτισμού πριν καν αυτός δείξει το σκληρό του πρόσωπο στην Ευρώπη. Διαβάζοντας το βιβλίο θα βρείτε σίγουρα αναλογίες και με την εποχή μας, 80 ολόκληρα χρόνια αργότερα.  Θα κλείσω επιστρέφοντας σε κάτι που ανέφερα σύντομα παραπάνω. Στα ελληνικά σχολεία η αυθεντία του Πλάτωνα προβάλλεται ως δεδομένη: εκπαιδευτικοί και μαθητές διστάζουν να απορρίψουν ένα ακραιφνώς ολοκληρωτικό σύστημα, όπως αυτό που περιγράφεται στην "Πολιτεία" και τους "Νόμους", φοβούμενοι μήπως θεωρηθούν αμόρφωτοι. Τι θα γινόταν όμως αν η πλατωνική πολιτική φιλοσοφία διδασκόταν παράλληλα με τον Θαυμαστό Καινούριο Κόσμο;

Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2013

Μπωντλαίρ στοχασμοί


6. «Τι είναι η τέχνη;Πορνεία.»

11.« Ο έρωτας θέλει να βγει από τον εαυτό του, να αναμιχθεί με το θύμα του, όπως αναμιγνύεται ο νικητής με τον νικημένο, συνάμα όμως να κρατήσει και τα προνόμια του κατακτητή.»

61.« Η έμπνευση έρχεται πάντα όταν ο άνθρωπος θέλει, αλλά δεν φεύγει πάντα όταν το θέλει»

72.«Αν ένας ποιητής ζητούσε από το κράτος το δικαίωμα να έχει μερικούς αστούς στο στάβλο του, αυτό θα προκαλούσε μεγάλη έκπληξη, ενώ αν ένας αστός ζητούσε ψητό ποιητή , ο κόσμος θα το έβρισκε απολύτως φυσικό»

83.«Δυο μόνο μέρη υπάρχουν όπου πληρώνεις για να έχεις το δικαίωμα να αφήσεις κάτι, τα δημόσια αποχωρητήρια και οι γυναίκες.»

100.«Τι πιο ανόητο από την Πρόοδο, εφόσον ο άνθρωπος, όπως αποδεικνύεται από τα όσα συμβαίνουν καθημερινά, είναι πάντοτε όμοιος και ίσος με τον άνθρωπο, δηλαδή πάντοτε σε άγρια κατάσταση. Τι είναι οι κίνδυνοι του δάσους και του λιβαδιού μπροστά στις καθημερινές συρράξεις και συγκρούσεις του πολιτισμού; Είτε ο άνθρωπος τυλίγει το θύμα του σε πολυσύχναστο δρόμο, είτε καρφώνει τη λεία του μέσα σε παρθένα δάση, δεν είναι άραγε ο αιώνιος άνθρωπος, δηλαδή το τελειότερο αρπακτικό ζώο;













Από τη σειρά "Στοχασμοί", εκδ. Στιγμή σε μετάφραση Ευρυδίκης Παπάζογλου

Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2013

Over the top, boys!

 «Ο Χάρος ήταν ο βασιλιάς της Αγγλίας,της Σκωτίας και της Ιρλανδίας.Ο βασιλιάς της Γαλλίας.Της Ινδίας, της Γερμανίας,της Ιταλίας,της Ρωσίας.Ο αυτοκράτορας όλων των αυτοκρατοριών. Είχε πάρει τους συντρόφους του Γουίλι, είχε παρασύρει έθνη ολόκληρα, και κοίταζε αφ΄ υψηλού  τους αγώνες τους με περιφρόνηση και θυμηδία.Ολόκληρος ο κόσμος είχε ξεσηκωθεί για να λύσει ένα απροσδιόριστο ζήτημα και ο Χάρος έτριβε περιχαρής τα αιματοβαμμένα του χέρια.[...]Ο πόλεμος ήταν ένας γαμημένος παραλογισμός που είχε αφανίσει τη συντροφιά τους, που είχε αφανίσει μέχρι και τους επιζώντες....»

 Αυτή ήταν η αίσθηση που κυριαρχούσε στα χαρακώματα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Η ανθρωπότητα παρακολουθούσε και πρωταγωνιστούσε σε βιαιότητες χωρίς προηγούμενο και αυτό που είχε ξεκινήσει σαν μια σύντομη εθνικιστική φιέστα επιστράτευσης εξελίχθηκε σε έναν πόλεμο που έδινε την εντύπωση πως δεν θα τελείωνε ποτέ. Στο«Μακριά,πολύ μακριά»  (εκδ.Πόλις μτφ Κίκα Καραμβουσάνου, εκπληκτική) ebastian Barry, ένας από τους σπουδαιότερους εν ζωή συγγραφείς στο νησί, ακολουθεί τα βήματα ενός από τα εκατομμύρια των στρατιωτών που συμμετείχαν στις συγκρούσεις.


«Κι εκατομμύρια μανάδες με εκατομμύρια λίτρα μητρικού γάλακτος,εκατομμύρια στιγμές γεμάτες κουβεντούλες και μωρουδίστικα λογάκια, ξύλο και φιλάκια, μάλλινα φανελάκια και παπούτσια,σωριάστηκαν ερείπια στην ιστορία, μέσα σε μουσικές εκκωφαντικές και ραγισμένες, ανθρώπινες ιστορίες ειπωμένες μάταια,στάχτες προς τέρψιν του θανάτου, όλα πεταμένα στη μεγάλη χωματερή των ψυχών, και μαζί όλα αυτά τα εκατομμύρια αγόρια με το μεδούλι της ζωής τους,που έμελλε να αλέσουν οι μυλόπετρες του επερχόμενου πολέμου»


 Ο Γουίλι είναι 18 χρονών στο ξέσπασμα του πολέμου.Όπως χιλιάδες συνομήλικοί του από το Δουβλίνο, σπεύδει να καταταγεί ως εθελοντής στο βρετανικό στρατό προκειμένου να εντυπωσιάσει το κορίτσι του και κυρίως τον πατέρα του ,απέναντι στον οποίο αισθάνεται μειονεκτικά. Κάπως έτσι θα ξεκινήσει η πορεία στη γη του θανάτου, μαζί με μια στρατιά Ιρλανδών πολεμιστών που περιμένουν με τη λήξη του πολέμου να γίνουν πράξη οι εξαγγελίες του στέμματος περί αυτοδιάθεσης της πατρίδας τους.


Πολύ σύντομα όμως όλες οι προσδοκίες τους θα διαψευστούν. Οι Ιρλανδοί στρατιώτες στέλνονται στο σφαγείο της πρώτης γραμμής και αντιμετωπίζονται με τρόπο μειωτικό από τους αξιωματικούς τους, οι οποίοι τους θεωρούν ανίκανους και υπεύθυνους για τις ήττες. Το όνειρο για μια ανεξάρτητη Ιρλανδία απομακρύνεται και έτσι ξεσπά στο Δουβλίνο η πρώτη αιματοβαμμένη ιρλανδική εξέγερση το Πάσχα του 1916. H εξέγερση αυτή σηματοδοτεί την αρχή του ιρλανδικού αγώνα ανεξαρτησίας και ταυτόχρονα δίνει τις πρώτες ενδείξεις για τον εμφύλιο που θα ακολουθήσει, καθώς πολλοί Ιρλανδοί δεν επιζητούν την αυτοδιάθεση και καταδικάζουν τους στασιαστές ως προδότες που δεν νοιάζονται για το ιρλανδικό αίμα που χύνεται στα χαρακώματα.

«τα αξιοθρήνητα κορόιδα που βγήκαν να πολεμήσουν σε έναν πόλεμο δίχως να έχουν καν πατρίδα, σκλάβοι της Αγγλίας και βασιλιάδες του τίποτα»


 Το κυριότερο βέβαια είναι η ίδια η τροπή του πολέμου.Ο Μπάρυ με μια γλώσσα πανέμορφα ποιητική, όχι όμως και πομπώδη, σκιαγραφεί την ψυχολογία των στρατιωτών.Χαμένοι μέσα σε μια κόλαση , αναγκασμένοι να κοιμούνται στα λασπωμένα χαρακώματα συντροφιά με ψείρες, αρουραίους,τις ίδιες τους τις ακαθαρσίες και το θάνατο,απονεκρωμένοι από συναισθήματα ,περιμένοντας την επόμενη επίθεση με αέριο που θα τους σκοτώσει στον ύπνο τους οι πολεμιστές  βλέπουν μπροστά τους ένα θεόρατο βουνό και φοβούνται πως κανένα γεγονός δε θα είναι αρκετό για να δώσει ένα οποιοδήποτε τέλος στο μαρτύριο αυτό. Την εποχή εκείνη κυκλοφορούσαν στην Αγγλία γελοιογραφίες με γέρους στρατιώτες να φυλούν τα χαρακώματα το έτος 1950. Στις περιγραφές του Μπαρύ δεν υπάρχει ο κυνισμός και το πικρό χιούμορ του Σελίν, κυριαρχεί απόλυτα η φρίκη , η καταστροφή και η εξάντληση. λίγοι κατάφεραν να ζωγραφίσουν τέτοιες απίστευτες εικόνες χρησιμοποιώντας μόνο λέξεις.


«Η λάσπη γράπωνε τις αρβύλες τους λες κι είχε χέρια,τις άδραχνε, τις τραβούσε τραβούσαν και εκείνοι, και με έναν δυσοίωνο ρουφηχτό ήχο κατάφερναν άλλο ένα βήμα….Έπεφταν σωρηδόν. Κάποιοι ανακάλυπταν στους βάλτους σημεία που ήταν πιο βαλτώδη από τα υπόλοιπα και ο βούρκος τους κατάπινε αμέσως ολόκληρους. Βλήματα έπαιρναν κεφάλια. Εκατομμύρια βόλια αναζητούσαν τις βασανισμένες σάρκες, τα στήθη, τους βουβώνες, τα πρόσωπα.Τώρα πολεμούσαν για το τίποτα, για λίγο αέρα και λίγη ασφάλεια, ένα όνειρο ασφάλειας. Μετά το πρώτο χιλιόμετρο ,πολλοί σταματούσαν και περίμεναν να τους βρει ο θάνατος ·και τους έβρισκε.Η πιο φρικτή μοίρα περίμενε τους τραυματίες που ήταν μισοβυθισμένοι στον βούρκο και δέχονατν απανωτές σφαίρες, σαν να είχε πια απαγορευθεί κάθε είδος ανθρώπινης ελπίδας πάνω στη γη. Ήταν μια τρελή πορεία θανάτου, το τέρμα κάθε ζωής και επιθυμίας»


 Και κάπου εκεί έρχεται η απογείωση, κάπου ανάμεσα στον καταιγισμό εικόνων από ακρωτηριασμένα πτώματα, ανάμεσα στους βούρκους και το δολοφονημένο, δηλητηριασμένο τοπίο της Φλάνδρας ο Μπάρυ κάνει ακόμα και εμάς τη γενιά που δε βίωσε ποτέ της πόλεμο να συλλάβει έστω και για λίγα δευτερόλεπτα τον τρόμο και την παραίτηση μπροστά στην παράνοια του μαζικού ολέθρου.

«Μα υπήρχαν λύκοι ,τελικά;Ή απλώς πρόβατα εναντίον προβάτων;»